Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Ρίζες και ρωγμές

Της Χριστίνας Λιναρδάκη

 “His greatest ambition was to produce a work consisting entirely of quotations”
(Hannah Arendt για τον Walter Benjamin[1])
 Η Μεταμυθοπλασία φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να είναι μια ογκώδης και καταιγιστική ανθολογία κειμένων, όμως ανθολογία δεν είναι.[2] Είναι ένα «πολυφωνικό αφήγημα σε δοκιμιακή φόρμα», κατά την περιγραφή του ίδιου του Βούλγαρη, το οποίο προσφέρει έναν ορισμό του τι είναι μεταμυθοπλασία, χωρίς ωστόσο να την ορίζει ρητά. Ο αναγνώστης καλείται να φθάσει μόνος του σε αυτόν τον ορισμό με τη βοήθεια του συγγραφέα, ο οποίος μετέρχεται τους τρόπους του όρου που προσπαθεί να περιγράψει: ξεγυμνώνοντας τον σκελετό της σκέψης του, με την παράθεση αλλεπάλληλων κειμένων, των οποίων η έκταση μπορεί να κυμαίνεται από μία φράση έως μερικές σελίδες και που είτε αναδεικνύουν κάποιο παράδοξο είτε καταδεικνύουν το ζητούμενο, το οποίο δεν είναι άλλο από την προβολή της πλαστότητας του μυθοπλαστικού λόγου στο πλαίσιο μιας κατασκευής της πραγματικότητας παρά μιας αναπαράστασής της.

Η αναδυόμενη αυτή ένταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, με τη δεύτερη να αποδεικνύεται ότι διαθέτει περιορισμένες δυνατότητες αναπαράστασης της πρώτης[3], αναδεικνύει τη μυθοπλαστική συνιστώσα της λογοτεχνίας ως μια περιοχή όπου η εκάστοτε γλώσσα και το εκάστοτε πολιτισμικό γίγνεσθαι (εντός αυτού και η τέχνη) διαμεσολαβούν την πραγματικότητα – αυτός είναι άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται η περίφημη ανοικείωση. Η μεταμυθοπλασία έχει ως έργο της την αποδόμηση αυτής της διαδικασίας διαμεσολάβησης.
Η εν λόγω αποδόμηση στο συγκεκριμένο βιβλίο συντελείται είτε μέσω συνειρμικών μηχανισμών (η απλή αναφορά ενός όρου ή ενός τίτλου σε ένα παράθεμα δίνει το έναυσμα για το παράθεμα που ακολουθεί) είτε με τη δημοσίευση τμήματος ενός λογοτεχνικού κειμένου και αμέσως μετά μιας κριτικής επί αυτού, σε ένα δίδυμο κειμένου-ερμηνείας που υπογραμμίζει τη σχέση της σκέψης με τη χρονική στιγμή κατά την οποία αυτή επισυμβαίνει: μια στιγμή που δεν είναι διόλου ακέραιη, αφού κουβαλά πάνω της το βάρος του πολιτισμικού πλαισίου μέσα στο οποίο συντελείται, το οποίο τη διαθλά, κατακερματίζοντάς την.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το κεφάλαιο 4 (αν και θα μπορούσαμε να παίρναμε οποιοδήποτε κεφάλαιο), που τιτλοφορείται «Λογοτεχνία των τεκμηρίων». Το κεφάλαιο αυτό διερευνά τη σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας. Ξεκινά με ένα δοκίμιο του Λουτσιάνο Κάνφορα που πραγματεύεται την παρείσφρυση της λογοτεχνίας σε ιστορικά κείμενα της αρχαιότητας, τα οποία απαιτούσαν την αυτοψία ως τεκμηριωτικό στοιχείο αντί της απλής μαρτυρίας. Ακολουθεί συνειρμικά ένα ποίημα του Καβάφη («Αλληλουχία κατά Βωδελαίρον»), που αναφέρεται στων «ποιητών το βλέμμα» (αυτοψία πάλι) το οποίο «είν’ οξύτερον». Του ποιήματος έπεται ένα σχεδίασμα ανάγνωσης του καβαφικού έργου (και της σύνδεσής του με την αρχαιολογία) από την Τζίνα Πολίτη, το οποίο διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, ότι στην ποίηση του Καβάφη η φωνή του παντογνώστη ιστορικού αφηγητή αντικαθίσταται από τον λόγο που ο Καβάφης αποδίδει απευθείας στα ιστορικά πρόσωπα, σε έναν εναλλακτικό τρόπο ανασύστασης των ιστορικών γεγονότων – άλλη μια απόδειξη της καβαφικής πρωτοπορίας. Και, ενώ το κείμενο της Πολίτη κλείνει με την ανάλυση του ποιήματος «Μύρης» και την εικασία της ανακάλυψης, κάποτε, μιας επιτύμβιας επιγραφής με το όνομα του Μύρη και ίσως και κάποιου ανώνυμου επιγράμματος του εραστή του, ακολουθεί, με συνειρμική πάλι σχέση, ένα κείμενο που αποτελείται από μιάμιση μόνο γραμμή και δεν είναι άλλο από την κατακλείδα της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα στο «Ιστορικό» της, ένα είδος παραρτήματος του κυρίως έργου, όπου ο συγγραφέας φανερώνει ότι την ιστορία που αφηγήθηκε την πληροφορήθηκε από έναν πρόσφυγα και αναφέρει το όνομα του πραγματικού πρωταγωνιστή και αφηγητή, Νικόλα Κοζάκογλου. Το κείμενο αυτό ακολουθείται κατόπιν από ένα άλλο κείμενο του Δημήτρη Τζιόβα που αναφέρεται στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Δούκα. Και ούτω καθεξής, σε μια σκυταλοδρομία κειμένων και ιδεών που προχωρούν αλυσιδωτά.
Διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο δεν υπάρχει αφηγητής (δεν υπάρχει φωνή που να συνδέει μεταξύ τους τα επιμέρους κείμενα, τα οποία παρατίθενται σε ωμή αλληλουχία), αλλά δεν υπάρχει ούτε συγγραφέας, αφού με αυτή την αλυσιδωτή παράθεση ο Βούλγαρης απεμπολεί το συγγραφικό του προνόμιο και, αντ’ αυτού, προτάσσει τη μνήμη, την οποία αξιοποιεί αναδημοσιεύοντας σπαράγματα κειμένων άλλων συγγραφέων (ή και δικά του, τα οποία όμως μεταχειρίζεται ακριβώς όπως και των άλλων), που αφηγούνται δυναμικά αυτό που θέλει να πει. Ουσιαστικά λέει χωρίς να λέει, θέτοντας εσκεμμένα εαυτόν στο παρασκήνιο, αφού «μετά τον Μπαρτ ξέρουμε ότι η έννοια του συγγραφέα δεν είναι παρά μια σύμβαση», όπως ο ίδιος γράφει στο προοίμιο.
Τι μένει λοιπόν; Το Κείμενο, ένα και ενιαίο ψηφιδωτό κατά πολύ ανώτερο από συμπίλημα, όπου κάθε επιμέρους κείμενο-ψηφίδα «συμβάλλει ισότιμα και ουσιαστικά». Το Κείμενο κατά Barthes και Derrida νοούμενο, το μόνο συστατικό της αλυσίδας συγγραφέας-κείμενο-αναγνώστης που απομένει αφού ο συγγραφέας έχει πεθάνει, σύμφωνα με τον Barthes, και ο αναγνώστης έχει υποκατασταθεί από τις ερμηνευτικές κοινότητες που προσδιορίζονται από κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες, όπως διατείνονται ο Eco και οι Αμερικανοί θεωρητικοί.
Όμως το Κείμενο-ψηφιδωτό του βιβλίου είναι συγκεκριμένο και όχι τυχαίο: υπάρχει από πίσω του μια πρόθεση, η οποία εκδηλώνεται από τον τρόπο που τα επιμέρους κείμενα-ψηφίδες τακτοποιούνται, τα οποία κατά τα άλλα τελούν ελεύθερα σε διάλογο – πριν όμως από αυτό, έχουν με κάποιον τρόπο οργανωθεί και ο τρόπος αυτός συντελεί σε ένα συγκεκριμένο, επιθυμητό αποτέλεσμα: την ανάδειξη και εντέλει την απόδειξη του ότι η σχέση λογοτεχνίας/φαντασίας και πραγματικότητας δεν είναι δεδομένη, αλλά διαπραγματεύσιμη σε διάφορους βαθμούς. Ο συγγραφέας λοιπόν εξακολουθεί να είναι ορατός μέσα στην εσκεμμένη αορατότητά του, μέσω πρώτον της επιλογής και δεύτερον του τρόπου παράθεσης των συγκεκριμένων (άλλωστε, και όχι άλλων) κειμένων.
Το βιβλίο περιέχει έξι μεγάλες θεματικές ενότητες και 14 κεφάλαια (αν αφαιρέσουμε το προοίμιο που επέχει θέση εισαγωγής και το ευρετήριο συγγραφέων στο τέλος), το ένα πιο ενδιαφέρον από το άλλο, που εκτείνονται σε 470 περίπου σελίδες. Η θησαύριση όλων αυτών των κειμένων από μόνη της συνιστά έναν πραγματικό άθλο που προσφέρει, μεταξύ άλλων, μια σταθερή διερεύνηση της σχέσης μεταξύ μορφής και περιεχομένου, αισθητικής και ιστορίας, (συγ)γραφής και ανάγνωσης. Έναν άθλο που μόνο πλουσιότερο μπορεί να αφήσει τον αναγνώστη.

[1] Από την εισαγωγή της στο Benjamin, W. (1969/2007), Illuminations, New York: Schocken Books, σ.4.
[2] Σκοπός της ανθολογίας, κατά τον Mario Valdés, είναι η περιγραφή, η οποία αναγκαστικά περιορίζει τα κείμενα σε σύνολα όρων και σχέσεων. Η περιγραφή όμως εναντιώνεται στην κατανόηση, που προσπαθεί να συλλάβει το νόημα του έργου στην ολότητά του. Η Μεταμυθοπλασία λοιπόν δεν είναι ανθολογία, αφού αποσκοπεί αφενός στην κατανόηση των τρόπων με τους οποίους επιτυγχάνεται η ανοικείωση την οποία στοχεύει ο μυθοπλαστικός λόγος και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, στη στοιχειοθέτηση και εντέλει την ανάδυση μιας ερμηνείας για τη σχέση φαντασίας και πραγματικότητας. [Βλ. Valdés, M. (1989/2010), «Περί ερμηνείας» στο Angenot, M. et al. (επιμ.), Θεωρία της λογοτεχνίας: προβλήματα και προοπτικές, μτφρ.: Τιτίκα Δημητρούλια, Αθήνα: Gutenberg, σ.443.]
[3] «Η λογοτεχνία δεν θα ήταν τέχνη, εάν δεν ήξερε ότι καμιά ανθρώπινη ιστορία δεν εξαντλείται […] πολλά, πάρα πολλά μένουν αθέατα και ανείπωτα για πάντα. Κι έτσι, νομίζω, πρέπει: Να παραμένει πάντα η ζωή πιο πλούσια, πιο μυστική από όλες τις απόπειρες καταγραφής της» (Γαλανάκη, Ρέα, 2006, Αμίλητα, βαθιά νερά. Η απαγωγή της Τασούλας, Αθήνα: Καστανιώτης, όπως παρατίθεται στη Μεταμυθοπλασία, σ.127).

literature.gr, 4.1.2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου