Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Ενας θεωρητικός κέντρωνας ή Μυθιστορώντας τη «μεταμυθοπλασία»

Του Αριστοτέλη Σαΐνη
Ο κέντρωνας (λατ. cento), δηλαδή η οικειοποίηση διά της λεηλασίας (δηλωμένη, συνήθως, λογοκλοπή) του ποιητικού corpus γνωστών ποιητών (όπως ο Ομηρος στην ελληνική γραμματεία ή ο Βιργίλιος στη λατινική) με σκοπό τη δημιουργία –παρωδιακών ή σατιρικών στις προθέσεις τους– συνθεμάτων από μεμονωμένους στίχους, είναι γνωστή παιγνιώδης πρακτική της αρχαιότητας. Ωστόσο, σε μοντερνιστικά ή μεταμοντερνιστικά συμφραζόμενα αναξιολογήθηκε και ανέκτησε τη χαμένη του υπόληψη ως «παίγνιο» στην αρχαιότητα ή ως «ρητορική άσκηση» –συνδυασμού ικανοτήτων μνήμης και σύνθεσης– στον Μεσαίωνα.
Σήμερα, συχνά ταυτίζεται με το παστίς ή θεωρείται μια μορφή του. Δίπλα στη μίμηση του ύφους ενός προγόνου ή προγόνων μέσω της «επανάληψης» με κριτική απόσταση (παρωδία) ή χωρίς, το σύγχρονο λογοτεχνικό cento pastiche ξαναπιάνει το νήμα ανάλογων πρακτικών της αρχαιότητας, αλλά και της ιταλικής τέχνης του 16ου αιώνα, και γίνεται το αγαπημένο είδος αρκετών συγγραφέων, από τον Μπόρχες ώς τη θαυμαστή ομάδα του OuLiPo και τον Εκο.

Το υστερόγραφο του μπορχικού «Αθανάτου» εντάσσει το συγκεκριμένο διήγημα στη λογοτεχνική του παράδοση, που περιλαμβάνει εκτός από το ψευδώνυμο βιβλίο του Ναούμ Κορδοβέρο («Α coat of many colors»), κέντρωνες της αρχαιότητας, αλλά και βιβλία του Μπεν Τζόνσον, του Αλεξάντερ Ρος, του Τζορτζ Μουρ και την «Ερημη χώρα» του Ελιοτ. «Το όνομα του Ρόδου» είναι ένας τέτοιος κέντρωνας, διάσπαρτος με παραθέματα άλλων μυθοπλαστικών βιβλίων ή ειρωνικές παραφράσεις θεωρητικών κειμένων κάθε εποχής, γραμμένος ολόκληρος πάνω «σε δανεισμένες τονικότητες», όπως έλεγε ο συγγραφέας του!
Κέντρωνας με δηλωμένες τις οφειλές του ήταν και το αφήγημα «Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησος» (2001), πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του κριτικού Κώστα Βούλγαρη (1958). Γρήγορα ακολούθησαν τα «Αλογα της Αρκαδίας» (2002) και «Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη» (2003), όλα τους αφηγηματικά τμήματα ενός ευρύτερου κύκλου που παρέμενε ανοικτός και τροφοδοτούνταν συνεχώς με κάθε είδους νέα κείμενα.
Ετσι προέκυψε, το 2014, το «Εμφύλιο σώμα» (Εκδόσεις του 21ου), μια λογοτεχνική αφηγηματική σύνθεση η οποία έφερε τον υπότιτλο «πολυφωνική μεταμυθοπλασία» και στην οποία ο Βούλγαρης διάρθρωσε σ’ έναν κοινό άξονα το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων του μεταξύ 2001 και 2011. Το διακειμενικό πάτσγουορκ με τις λειασμένες ραφές που είχε συντεθεί με αυτόν τον τρόπο από τα δικά του βιβλία (τα οποία εμπεριείχαν τα λόγια των άλλων) ανασυνέθετε «οριακές στιγμές της ιστορίας της γλώσσας της λογοτεχνίας από την αρχαιότητα στο σήμερα», ενώ «οι φωνές της ιστορίας» έρχονταν «να μιλήσουν οι ίδιες στο λογοτεχνικό κείμενο με τον δικό τους ήχο, τη δική τους αγωνία, τη δική τους αλήθεια».
Ενα βήμα απέχει η ενορχήστρωση των κειμένων του ανά χείρας τόμου (Κώστας Βούλγαρης, «Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία», Βιβλιόραμα, 2017, Σελ. 471), που δεν είναι διαφορετικός στη δομή του. Εδώ ενορχηστρώνονται αποσπάσματα όχι μόνο από δικά του κείμενα, αλλά και από κείμενα τρίτων.
Η ανασκόπηση της προσωπικής εμπλοκής και της βιωματικής περιπέτειας του μυθιστοριογράφου, που δουλεύει με τα τεκμήρια και τις παραθεματικές πρακτικές, δίνει τη θέση της στην ιστορική θεώρηση και την κριτική ή και θεωρητική επεξεργασία του εγχειρήματος.
Η ενσυνείδητη αυτοαναφορική μυθοπλασία, που οι θεωρητικοί ονομάζουν «μεταμυθοπλασία», προκύπτει για τον Βούλγαρη από τις ρωγμές της νεωτερικότητας και του μοντερνισμού. Σύμπτωμα της μοντερνιστικής κρίσης και ταυτόχρονα απόπειρα υπέρβασής της.
Ο κέντρωνας, η πολυφωνική (κατά Μπαχτίν) αφήγηση, η λογοτεχνία-ντοκουμέντο βρίσκονται στις αφετηρίες της, οι μεταπολεμικές θεωρίες την εμπνέουν ή την επιβεβαιώνουν. Οσο για τη νεοελληνική «μεταμυθοπλασία», αυτή ορίζεται περίπου ως το είδος όπου «οι φωνές της ιστορίας αποτελούν όχι απλώς το υλικό της, αλλά συνθέτουν το ιδιαίτερο πρόσωπό της στις διαφορετικές όψεις του: η ιστορία μέσα στις ιστορίες των ανθρώπων, η ιστορία μέσα στην ιστορία των ιδεών, η ιστορία μέσα στην ιστορία της γλώσσας».
Ο Βούλγαρης δεν μιλά, φυσικά, για «σχολή», ούτε για ένα «αισθητικό ρεύμα», αλλά μάλλον για μια ιδιότυπη (και συνεκτική, παρά τις αντιθέσεις) «περιοχή» της νεοελληνικής πεζογραφίας, και φιλοδοξεί να αναδείξει τον πλούτο της ανομοιογένειάς της: «τις μεταμορφώσεις του αιτήματος της νέας μορφής από βιβλίο σε βιβλίο και από κείμενο σε κείμενο».
Το οικογενειακό ρομάντσο της ειδολογικής περιοχής που αφηγείται ο Βούλγαρης έχει απ’ όλα: πρώιμες εκδοχές και ειδολογική προϊστορία που ανάγεται στην αρχαιότητα ή τον βυζαντινό «Χριστό Πάσχοντα», μακρινούς προδρόμους όπως ο Ροΐδης («Η Πάπισσα Ιωάννα» ως η νεωτερική τομή της νεοελληνικής πεζογραφίας και η εισαγωγή της μεταμυθοπλασίας στην Ελλάδα), άμεσους γεννήτορες (ο Θανάσης Βαλτινός και ο Γιάννης Πάνου ως συνδημιουργοί της νέας μορφής), παράλληλες προσπάθειες και σύγχρονους διαμορφωτές του είδους: την πεζογραφία που γράφεται σήμερα με επίκεντρο βιβλία των Μισέλ Φάις, Θωμά Σκάσση, Τάσου Χατζητάτση, αλλά και του ίδιου.
Αποσπάσματα από διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα εναλλάσσονται με σπαράγματα από σχετικά κριτικά κείμενα, φιλολογικά μελετήματα και δοκίμια, και ενοφθαλμίζονται με σύντομες θεωρητικές παρεκβάσεις (Λουτσιάνο Κάνφορα, Μπένγιαμιν, Μισέλ Φουκό, Τζιόρτζιο Αγκάμπεν κ.ά.) ή στίχους ποιητών (Νικόλας Κάλας) και σχετικές ερμηνευτικές δοκιμές στη μουσική (Σοστακόβιτς), την ποίηση (στον Λάγιο, π.χ., αν και ο τονισμός του παστίς των «Ασκήσεων» θα ήταν πιο κοντά στο θέμα) ή τον κινηματογράφο (υπερβολική ίσως η συσχέτιση με το «Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι» του Νίκου Αλευρά).
Σε ήδη γνωστά κείμενα φιλολόγων, κριτικών και συγγραφέων που ανθολογούνται στον τόμο, προστίθενται και νέα ενδιαφέροντα κείμενα που προέκυψαν ύστερα από συζητήσεις με τον συγγραφέα και συνδιαμορφώθηκαν διαλογικά ειδικά για τον τόμο (βλ. τις συμβολές των Γιώργου Καχριμάνη, Βασίλη Αλεξίου, Γιώργου Μερτίκα κ.ά.). Το πετυχημένο κατά τόπους μοντάζ συχνά δημιουργεί αξιανάγνωστες σελίδες και την έκπληξη του αναγνώστη μπροστά σε καινοφανείς πολυφωνικούς συνδυασμούς. Αντίθετα, το μέγεθος κάποιων συμβολών επαναφέρει τη μονοτονία της μονοφωνίας.
Το βιβλίο απέχει πολύ από μια εξαντλητική θεωρητική εισαγωγή στο θέμα, πολύ δε περισσότερο από μια αυστηρή ειδολογική τυπολογία και μια συστηματική και πλήρη αποτύπωση του εύρους των κατηγοριών και των υποκατηγοριών, των εκφάνσεων δηλαδή του υπό συζήτηση είδους στην ελληνική πεζογραφία.
Δεν θα μπορούσε φυσικά να είναι κάτι τέτοιο, ελλείψει ανάλογων μελετών και έργων υποδομής. Δεν νομίζω, ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά να ήταν στις προθέσεις του συν-συγγραφέα-επιμελητή. Οπως δηλώνει ο ίδιος στον πρόλογό του, δεν πρόκειται καν για ένα «προγραμματικό παλίμψηστο μανιφέστο». Ετσι περιττεύει η προσθήκη κριτικών παρατηρήσεων για τον αποκλεισμό άλλων κειμένων ή τη σχέση του είδους με ανάλογες πρακτικές σε άλλες λογοτεχνίες.
Για παράδειγμα, ακόμα και για την ιστορία της τεκμηριωτικής λογοτεχνίας μιας προδρομικής μορφής, στο σχήμα του Βούλγαρη τα προβλήματα είναι δισεπίλυτα για όποιον ενδιαφέρεται για τη συμπόρευσή της με τις αμερικανικές ή τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ή για όποιον κινηθεί προς τα πίσω, αναζητώντας την προϊστορία της ειδολογικής εκείνης γραμμής που στη μακρά διάρκεια μπόρεσε να οδηγήσει στην πραγμάτωση ενός «Ζ», π.χ., ή έφερε κάποια στιγμή και τις σύγχρονες εξελίξεις.
Θα πρέπει να φτάσει κανείς τουλάχιστον πίσω στην ιστοριοκρατούμενη ρομαντική πεζογραφία που επιδεικνύει τον επιστημονικό της εξοπλισμό με σημειώσεις και παραπομπές, για να εμφανιστεί ως ντοκουμέντο (θα έλεγε ο Μουλλάς) ή στα «αληθή διηγήματα» του Ραγκαβή («τα στηριζόμενα επί συμβάντος αληθούς, ο ανήγγειλον αι ευρωπαϊκαί εφημερίδες…»).
Κατά συνέπεια, πιο κοντά στις προθέσεις του συγγραφέα θα αναγνώριζα την πρώτη απόπειρα να περιγραφεί σε μια κάποια ειδολογική προοπτική (προϊστορία, διαμόρφωση, εξέλιξη) ένας εν εξελίξει ακόμα λογοτεχνικός χώρος, μια σειρά ομόλογων ειδών, παρόμοιων ειδολογικών κατηγοριών, συναφών πρακτικών και τεχνικών που χονδρικά συγκαταλέγουμε κάτω από τον ομολογουμένως γενικότερο όρο «μεταμυθοπλασία». Και από αυτή την άποψη, ο θεωρητικός κέντρωνας του Βούλγαρη αποτελεί ένα ευφυές στη μορφή (πολυφωνικό όπως το θέμα του), χρηστικό και χρήσιμο βιβλίο στην αφετηρία μιας συζήτησης που οφείλει να γίνει.
Οπως και να ’χουν τα πράγματα, η ιστορία της «λογοτεχνίας τεκμηρίων» (από τις ρομαντικότροπες εκδοχές της μέχρι τις μοντερνιστικές ή μεταμοντερνιστικές στην Ελλάδα), όπως και η ιστορία της σύγχρονης «μεταμυθοπλασίας», μένει να γραφτεί και έχει πολλά να πει για τη φύση του ίδιου του μυθιστορηματικού είδους.


Εφημερίδα των συντακτών, 12.11.2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου